- νεοκαθολικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοκαθολικισμό ή αυτός που είναι σχετικός με τον νεοκαθολικισμό2. το αρσ. ως ουσ. ο νεοκαθολικόςο οπαδός τού νεοκαθολικισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πρβλ. γερμ. Neukatholiken. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στην εφημερίδα Αμάλθεια Σμύρνης].
Dictionary of Greek. 2013.